Ο Γρηγόρης Ασσιώτης γέννημα -θρέμμα του Λαϊκού κινήματος και άνθρωπος που πλήρωσε στο παρελθόν πολλές φορές βαρύ τίμημα για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, είμαι σίγουρος ότι απόψε θα πρέπει να νοιώθει ιδιαίτερα ευτυχής για την ξεχωριστή τιμή που του γίνετε από τους φίλους και συντρόφους του, αλλά και την ίδια τη πολιτεία.
Γνωρίζοντας τον Γρηγόρη από πρώτο χέρι όλα αυτά τα χρόνια που χρειάστηκα για να ολοκληρώσω τις έρευνες μου, είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με την πολυδιάστατη προσωπικότητα του αλλά και με τις πιο ενδόμυχες σκέψεις, προβληματισμούς και ανησυχίες του. Διαισθάνομαι λοιπόν ότι η αποψινή βραδιά θα πρέπει να είναι πολύ ξεχωριστή για τον ίδιο.
Ξετυλίγοντας με πολύ κόπο το κουβάρι των αναμνήσεων και ανασύροντας από την λήθη άγνωστες πτυχές των δραστηριοτήτων του ένοιωθα σε κάθε μου βήμα σαν μαθητής μπροστά στο μεγάλο δάσκαλο.
Πέραν από την σημασία που έχει για το τόπο μας η προσφορά του Γρηγόρη Ασσιώτη εκείνο που πραγματικά με εντυπωσίασε σ’ όλη την διάρκεια της έρευνας ήταν η αγάπη κι ο σεβασμός που διάκρινα σε εκατοντάδες ανθρώπους για τον μεγάλο δάσκαλο, εξ ου και ο κύριος τίτλος του βιβλίου μου. Μ’ αυτή τη αγάπη και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αλλά και της οφειλόμενης αναγνώρισης έζησε όλα αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος που τιμούμε απόψε.
Παράλληλα θα πρέπει να ομολογήσω πως η προσπάθεια αυτή ήταν για μένα μια συγκλονιστική διαδρομή, πλούσια σε εμπειρίες και γνώσεις, τις οποίες συνοπτικά και όσο γίνετε πιο περιληπτικά θα προσπαθήσω να μοιραστώ απόψε μαζί σας.
Ο Γρηγόρης Κωνσταντή Ασσιώτης γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1933, στο χωριό Άσσια της επαρχίας Αμμοχώστου, από φτωχούς γονείς γεωργούς. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας, ενώ μετά από αυτόν γεννήθηκαν ακόμη τρία κορίτσια. Σύνολο, οκτώ παιδιά, δυο αγόρια και έξι κορίτσια.
Ο Γρηγόρης είναι απόγονος οικογένειας με παράδοση στη μουσική και τον χορό. Στην κυριολεξία γεννήθηκε και ζυμώθηκε μέσα σ’ όλα αυτά που σε τελευταία ανάλυση διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τα ενδιαφέροντά και τη μετέπειτα πορεία του. Ο πατέρας του, οι αδελφές του, αλλά ιδιαίτερα η μάνα του που κληρονόμησε από τον δικό της πατέρα το ταλέντο μα και την αγάπη και το πάθος του για τον χορό, μεταλαμπάδευσαν στο μικρό Γρηγόρη τη φλόγα για τους κυπριακούς παραδοσιακούς χορούς. Μια φλόγα που σιγόκαιγε στα νεανικά του στήθια κι αργότερα με την πρώτη ευκαιρία έγινε πυρκαγιά που τον συνεπήρε και συνάμα σημάδεψε για πάντα την υπόλοιπη ζωή του...
«Χόρευκε καλά Γληόρη, τζαι εννά σε πλουμίσουμεν». Ήταν η μόνιμη επωδός που άκουε ο Γρηγόρης από πολύ μικρός από τον κόσμο, κι από τότε τον συνόδευε σε κάθε του βήμα...
«Όταν χόρευε ο Γρηγόρης, δεν πατούσε στη γη. Πετούσε. Όλο λεβεντιά και χάρη. Και τσαχπινιά. Ήταν σαν τον αητό! Περήφανος και καμαρωτός. Αγέρωχος. Δεν χόρταινες να τον βλέπεις...» Μας είπαν πολλοί που είχαν τη τύχη να το δουν να χορεύει στα νιάτα του.
Ο χορός –όπως λέει ο ίδιος- πάνω απ’ όλα είναι έκφραση... Είναι ένας συνδυασμός μουσικής και κίνησης που εξωτερικεύει ταυτόχρονα ιδέες, επιθυμίες και συναισθήματα.
Ο χορευτής «πατά» πάνω στον ρυθμό... Γι’ αυτόν δεν έχουν σημασία τα λόγια ή η μελωδία, που μπορεί να είναι οτιδήποτε. Ακόμη και με μια ταπεινή ταμπουτσιά που θα του αποδίδει τον ρυθμό, μπορεί να χορέψει, να εκφραστεί, να δημιουργήσει...
Το 1948 σε ηλικία 15 χρονών έρχεται στη Λευκωσία για να μάθει τέχνη. Πιάνει δουλειά στο επιπλοποιείο του Μηνά Ρωμανού στην οδό Αισχύλου, στη παλιά Λευκωσία.
Το εργαστήρι συνόρευε με την αυλή του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης κι ο νεαρός τότε Γρηγόρης από μια αρσέρα όποτε του δινόταν η ευκαιρία παρακολουθούσε τα μαθήματα Ελληνικών χορών που έκανε μια καθηγήτρια ( η Κατίνα Μικελλίδου- Τσιαρτζιάζη) στις μαθήτριες.
Ο Γρηγόρης εντυπωσιάστηκε από την ευρυθμία και το συγχρονισμό στα βήματα καθώς κι από την ομοιομορφία στις κινήσεις και τις φιγούρες. Στο μυαλό του καρφώθηκε η έμμονη ιδέα πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και με τους Κυπριακούς χορούς, τους οποίου μέχρι τότε όλοι χόρευαν ασυγχρόνιστα, χωρίς να υπάρχουν καθορισμένα βήματα ή φιγούρες, πατώντας βέβαια στο ρυθμό της μουσικής αλλά πάντα με στιγμιαίους αυτοσχεδιασμούς.
Οι κυπριακοί χοροί τα πιο παλιά χρόνια ήταν βαθιά ριζωμένοι στην καρδιά του λαού. Ήταν βίωμα, συνήθεια και τρόπος ζωής. Δε διδάσκονταν από κανένα. Οι νεότεροι, όσοι δηλαδή είχαν το μεράκι μέσα τους, παρακολουθώντας απλά τους πιο παλιούς και θέλοντας να τους μοιάσουν, μιμούνταν τις κινήσεις τους και πατώντας στο ρυθμό, αυτοσχεδίαζαν με βήματα και φιγούρες που δεν είχαν όμως καμιά συνοχή μεταξύ τους. Έτσι ήταν η τάξη των πραγμάτων εκείνα τα χρόνια. Κι έτσι μεταφέρονταν οι γνώσεις από γενιά σε γενιά, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Μέχρι δηλαδή την τελευταία γενιά των μεγάλων λαϊκών χορευτάδων.
Οι νεότεροι μάθαιναν να χορεύουν παρακολουθώντας και αντιγράφοντας τους παλαιότερους αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μάθουν. Άλλωστε ούτε κανείς μπορούσε να διδάξει μέχρι τότε κυπριακούς χορούς για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω.
Στο νεαρό Γρηγόρη γεννήθηκε τότε η ιδέα να δοκιμάσει ο ίδιος να διδάξει, μιμούμενος τα όσα έβλεπε στην αυλή του Παρθεναγωγείου. Κατάλληλος χώρος και προζύμι για τους πρώτους του «μαθητές» η ΑΟΝ στη οδό Ιπποκράτους όπου μαζεύονταν πολλοί προοδευτικοί νέοι και έκαναν μαθήματα μουσικής, θεάτρου, τραγουδιού κ.α.
Ο Γρηγόρης έφτιαξε μια ομάδα με εθελοντές και στρώθηκε στη δουλειά. Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης προσπάθειας ήταν μια παταγώδης αποτυχία, αφού ούτε ο νεαρός «δάσκαλος» ούτε οι «μαθητές» του ήξεραν τι έκαναν. Παρά το γεγονός ότι ο Γρηγόρης ήταν ένας πολύ καλός χορευτής, εντούτοις δεν μπορούσε να βρει τρόπους να μεταδώσει τις γνώσεις του στους φίλους του γιατί δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη φόρμα, ούτε καθορισμένα βήματα για τον κάθε χορό. Τη μια φορά τους έδειχνε κάποια βήματα ή φιγούρες και την επομένη κάτι άλλο, κι ας ήτανε από τον ίδιο χορό… Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν στη ασυνεννοησία. Μπορεί οι «μαθητές» του να έκαναν σωστά τα βήματα, όμως ο ένας τα έκανε δεξιά κι ο άλλος αριστερά, μπροστά ή πίσω. Ο ένας καθόταν κι ο άλλος πηδούσε ή έκανε στροφή. Πλήρης ασυνεννοησία! Κι η αποτυχία αναπόφευκτη…
Αυτή όμως η αποτυχία αντί να αποθαρρύνει τον νεαρό Γρηγόρη, τον πείσμωσε. Κι αναζήτησε μέσα από τα βιβλία τις γνώσεις που θα τον βοηθούσαν να λύσει τον γρίφο. Αγόρασε λοιπόν όλα τα τότε γνωστά Ελληνικά βιβλία που ασχολούνταν με τους Ελληνικούς χορούς και τη λαογραφία όπως για παράδειγμα του Παπαχρίστου, τα άπαντα του Λουκιανού κ.α. και ρίχτηκε με τα μούτρα στο διάβασμα. Και τότε ένας άγνωστος μαγικός κόσμος άρχισε να ανοίγει διάπλατα μπροστά στα μάτια του, με κώδικες, διατάξεις και κανονισμούς.
Διαβάζοντας για τους Ελληνικούς χορούς ο Γρηγόρης συνειδητοποίησε πως για να μπορέσει μια ομάδα ανθρώπων να αποδώσει ομοιόμορφα ένα χορό θα έπρεπε να υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα και φιγούρες, προκαθορισμένα έτσι ώστε όλοι μαζί να κάνουν ταυτόχρονα τα ίδια πράγματα…
Ένα άλλο όμως σημαντικό εμπόδιο πρόβαλε αναπόφευκτα μπροστά του. Πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο τη στιγμή που οι κυπριακοί χοροί δεν είχαν καθορισμένα βήματα;
Κατέφυγε λοιπόν στη μάνα του την κυρά Αρτεμού, ζητώντας βοήθεια. Η Αρτεμού Γρηγόρη από την Αφάνεια, κόρη ενός σπουδαίου χορευτή, από τους καλύτερους της εποχής του, ήξερε να τραγουδά όλους τους κυπριακούς χορούς και να αποδίδει τους ρυθμούς με παλαμάκια. Γνώσεις που στη συνέχεια αποδείχθηκαν πολύτιμες για τον Γρηγόρη.
Αφού συζήτησαν οι δυο τους, κατάστρωσαν τα σχέδια τους και ρίχτηκαν στη δουλειά. Η κυρά Αρτεμού έπιανε το ρυθμό με το στόμα και τα χέρια κι ο Γρηγόρης έκανε τους βηματισμούς. Προτού όμως αρχίσει το χορό, βουτούσε τα παπούτσια του σε σκόνη ασβέστη και μ’ αυτό τον τρόπο όταν χόρευε τα βήματα του αποτυπώνονταν στο μαύρο τσιμέντο… Στη συνέχεια αντέγραφε τα βήματα σε ένα κομμάτι χαρτί κι έτσι σιγά-σιγά κατέγραψε όλους τους χορούς.
Ταυτόχρονα όμως συνέχισε και τις προσπάθειες με τους φίλους του στην ΑΟΝ αλλά και στο χωριό του την Άσσια με μια άλλη ομάδα συγχωριανών του στο οίκημα των Λαϊκών Οργανώσεων. Η σκληρή δουλειά, η επιμονή και το μεράκι έφεραν και τα ποθούμενα αποτελέσματα. Με την πάροδο του χρόνου ο Γρηγόρης κι οι φίλοι του κατάφεραν να σχηματίσουν την πρώτη χορευτική ομάδα η οποία μπορούσε να αποδώσει ομαδικά, με ομοιομορφία τους κυπριακούς χορούς. Αυτή η χορευτική ομάδα του Γρηγόρη Ασσιώτη και των συντρόφων του της ΑΟΝ ήταν και το πρώτο χορευτικό συγκρότημα Κυπριακών παραδοσιακών χορών που δημιουργήθηκε στο νησί μας, παράλληλα με την χορευτική ομάδα των Λαϊκών Οργανώσεων Άσσιας.
Η επιβράβευση των προσπαθειών τους δεν άργησε να έρθει, υπό μορφής πρόσκλησης για συμμετοχή στο Παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Μόσχας. Κι έτσι ο Γρηγόρης κι οι φίλοι του της ΑΟΝ επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο, το 1957 και ταξίδεψαν στη μακρινή Ρωσία. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η πρόσκληση ήρθε κάπως αναπάντεχα ίσως και πρόσκαιρα… κι έτσι πρόβες συνεχίστηκαν και πάνω στο πλοίο. Ήταν το πρώτο κυπριακό χορευτικό συγκρότημα που βγήκε ποτέ από τα στενά σύνορα του νησιού μας για να παρουσιάσει παραδοσιακούς χορούς του τόπου μας σε μια ξένη χώρα… Οι εντυπώσεις που άφησαν πίσω τους, άριστες κι η επιτυχία, ανεπανάληπτη.
Με την επιστροφή του ο Γρηγόρης, συνέχισε να διδάσκει κυπριακούς χορούς, επεκτάθηκε μάλιστα πρωτοπορώντας και σε άλλους τομείς. Καθιέρωσε για παράδειγμα τους μικτούς χορούς- αδιανόητο μέχρι εκείνη τη εποχή- βάζοντας να χορεύουν πλάι-πλάι άντρες και γυναίκες. Επειδή όμως σεβάστηκε το ύφος, το ήθος και τις παραδόσεις του λαού μας, αυτή του η καινοτομία, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό. Δημιούργησε παράλληλα και αρκετές χορογραφίες – αρχίζοντας με την αναπαράσταση του κυπριακού γάμου- με θεματολόγιο από την καθημερινή ζωή των κυπρίων πάντα μέσα στα πλαίσια του ήθους και των παραδόσεων της εποχής του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γρηγόρης δίδαξε με επιτυχία κυπριακούς χορούς σε χιλιάδες νέους και νέες. Πολλοί από τους μαθητές του ακολούθησαν το παράδειγμα του κι έγιναν κι αυτοί με τη σειρά τους χοροδιδάσκαλοι μεταδίδοντας από περιοχή σε περιοχή κι από γενιά σε γενιά τα βήματα του μεγάλου δασκάλου που πρωτο-σχημάτισε με ασβέστη πάνω στο τσιμέντο στο πατρικό του σπίτι, στην Άσσια.
Ο Γρηγόρης δίδαξε κυπριακούς χορούς σε πολλά σχολεία όπως, στα κολέγια Παλλαρή και Σαμουήλ, στο English school, στο διδασκαλικό κολέγιο, στο γυμνάσιο Λαπήθου, στη σχολή Γρηγορίου, στα δημοτικά σχολεία Αγίου Δομετίου και Δασουπόλεως κ.α. Δίδαξε επίσης σε πολλά σωματεία σε διάφορες περιοχές του νησιού μας κυρίως όμως στην επαρχία Λευκωσίας, όπως στις Λαϊκές οργανώσεις Άσσιας, Ψημολόφου, Κοκκινοτριμυθιάς, Τσερίου, στο Στρόβολο, στον Ηρακλή Γερολάκου, στο Δίκωμο κ.α.
Στο Δίκωμο μάλιστα ένας από τους νέους που σχημάτισαν την πρώτη χορευτική ομάδα, ήταν ο σημερινός πρόεδρος της βουλής, ο οποίος όμως λόγο της αφοσίωσης του στα άλλα κομματικά του καθήκοντα δεν έδειξε ομολογουμένως -σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες μας- και μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθήματα.
Καταγράφοντας και ταξινομώντας τα βήματα των Κυπριακών χορών ο Γρηγόρης συνειδητοποίησε πως ο κάθ’ ένας ξεχωριστά ήταν μια μικρή χορογραφία με την έννοια ότι περιέγραφε μια ιστορία που ήταν άμεσα συναρτημένη με τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες, τις ασχολίες και τις παραδόσεις του λαού μας.
Έτσι, στη προσπάθεια του να μάθει όσο γίνετε περισσότερα προκειμένου να έχει καλύτερη απόδοση όταν διδάσκει, αλλά κύρια με την έγνοια να είναι αυθεντικός και γνήσιος στην απόδοση τους, ξεκίνησε μια αντίστροφη πορεία έρευνας πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό μαζεύοντας πληροφορίες από τους ηλικιωμένους για ότι είχε σχέση με τους χορούς, αποκομίζοντας πλούσιες εμπειρίες και γνώσεις οι οποίες τον βοήθησαν αργότερα να απομονώσει πολλές φιγούρες και βήματα ξένα προς τα Κυπριακά ήθη, τα οποία εισήχθησαν κατά καιρούς στους παραδοσιακούς μας χορούς, περισσότερο για σκοπούς εντυπωσιασμού, αλλά και από άγνοια ή και για την εξυπηρέτηση κάποιων σκοπιμοτήτων.
Αυτή του η πορεία αναζήτησης κάποια στιγμή τον έφερε σε επαφή με τον εκπαιδευτικό και σπουδαίο λαογράφο Νέαρχο Κληρίδη ο οποίος τον βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να ολοκληρώσει τις γνώσεις του. Πολύτιμη βοήθεια και πληροφορίες βρήκε επίσης και από κάποιους σπουδαίους χορευτές εκείνης της εποχής όπως ήταν ο Καλαφάς, ο Αστραίος, ο Γιάννης Λεοντιάδης, ο Αντρέας Βασιλειάδης, οι αδελφοί Άσπρου από την Αραδίππου, ο Ηλιώτης από την Πηγή Αμμοχώστου, ο Βασίλης Χαπέσσιης από τον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας, ο Αντρέας Κούντουρος από το Κάρμι της Κερύνειας, που ήταν και σπουδαίος χορευτής του δρεπανιού... κ.α.
Πλούσιος σε γνώσεις και εμπειρίες ο Γρηγόρης παράλληλα με την μορφολογική ολοκλήρωση και ταξινόμηση των βημάτων άρχισε να επεξεργάζεται και μια σειρά από χορογραφίες όπως το Κάλεσμα, τον χορό της Στάμνας, τον Ανταρτοκλέφτικον, το Ερωτικό Ραντεβού κ.α.
Με τον χορό της Στάμνας τόλμησε μια καινοτομία για τα ήθη της εποχής εκείνης, αφού έβαλε να χορέψουν πλάι-πλάι για πρώτη φορά άντρες με γυναίκες περιγράφοντας μάλιστα επί σκηνής ένα παράτολμο και απαγορευμένο ερωτικό ραντεβού. Είναι τόσο αυθεντική και γνήσια αυτή η χορογραφία που πολλοί, ακόμη και σήμερα την θεωρούν παραδοσιακή, αγνοώντας το δημιουργό της. Μάλιστα την χορεύουν και οι Τ/κ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως άλλωστε και τους περισσότερους παραδοσιακούς χορούς του τόπου μας.
Στο Κάλεσμα - επίσης μικτός χορός- γίνετε μια πιστή αναπαράσταση του παραδοσιακού τρόπου καλέσματος στο γάμο, όπως ακριβώς γινόταν εκείνη την εποχή. Το κάλεσμα είναι στην ουσία και η πρώτη προσπάθεια σκηνικής παρουσίασης του Κυπριακού παραδοσιακού γάμου.
Ο Ανταρτοκλέφτικος είναι μια χορογραφία βασισμένη στα γεγονότα του αγώνα του 55-59 με μια ομάδα χορευτών να μιμούνται τους αντάρτες της ΕΟΚΑ σε μια επιχείρηση ενάντια στους Άγγλους.
Το Ερωτικό Ραντεβού είναι επίσης ερωτικός χορός βασισμένος στη παλιά κυπριακή παροιμία τράβα με τζι ας κλαίω. Σ’ αυτή τη χορογραφία δίνετε παραστατικά η ψυχοσύνθεση των Κυπρίων εκείνης της εποχής κι η λαχτάρα των νέων να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, διστάζουν όμως να εκδηλωθούν λόγο των αυστηρών ηθών που κυριαρχούσαν στη ζωή τους.
Αυτές οι τέσσερις χορογραφίες είναι οι μοναδικές δυστυχώς, που έχουν σωθεί από τις πολλές (δεκαεφτά συνολικά) που είχε γράψει μέχρι το 1962 ο Γρηγόρης Ασσιώτης. Η βαθιά απογοήτευση και η πικρία που ένοιωσε για το αρνητικό αποτέλεσμα της δικαστικής αντιδικίας που είχε με το Υπουργείο Παιδείας το 1962 για την πατρότητα της χορογραφίας της στάμνας τον οδήγησαν στο να καταστρέψει όλες του τις χορογραφίες και να μεταναστεύσει οικογενειακώς στον Καναδά. Τόσο ακραία ήταν τα αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης του Γρηγόρη εκείνη την εποχή που ούτε στα ίδια του τα παιδιά δεν επέτρεψε να μάθουν τους χορούς που ο ίδιος δίδασκε!
Ευτυχώς όμως δεν χάθηκαν όλα. Τα βασικά βήματα και οι πρώτες 4 χορογραφίες σώθηκαν και διαδόθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ ολόκληρη τη Κύπρο. Έτσι, τα βήματα των παραδοσιακών μας χορών που πρωτοχάραξε μ’ ασβέστη στο τσιμέντο έμειναν, για να μεταφέρουν από γενιά σε γενιά τον παλμό και το σφρίγος της ψυχής του λαού μας.
Κυρίες και κύριοι,
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη τεράστια σημασία που έχει για τον τόπο μας το έργο του ΓΡ. ΑΣΣ. θα πρέπει να επισημάνουμε τις δραματικές κοινωνικό-οικονομικές αλλαγές που άρχισαν να διαμορφώνουν το πατροπαράδοτο τρόπο ζωής των Κυπρίων, στη δεκαετία του ’60 πέραν των πολιτικών εξελίξεων που κι αυτές συνέβαλαν δυστυχώς αρνητικά στη συνοχή του Κυπριακού λαού.
Σιγά -σιγά οι παλιές συνήθειες και ο τρόπος ζωής των Κυπρίων, αλλάζουν. Τα πανηγύρια άρχισαν να χάνουν τη λάμψη τους αλλά και τη μεγάλη σημασία που είχαν στα παλαιότερα χρόνια, αφού η γεωργοκτηνοτροφία ολοένα και υποχωρούσε μπροστά στην επερχόμενη βιομηχανοποίηση. Αναπόφευκτα λοιπόν και οι ανάγκες των ανθρώπων διαφοροποιούνταν. Οι κυπριακοί παραδοσιακοί γάμοι ανάμεσα στη δεκαετία του ΄50 και του ’60, εκμοντερνίζονται και πολλές παλιές συνήθειες και έθιμα που κράτησαν για αιώνες, παραμερίζονται. Ολοένα και λιγοστεύουν οι συναθροίσεις και οι αφορμές για παραδοσιακό γλέντι και χορό. Πού θα έβλεπαν λοιπόν οι νεότεροι τους αγέρωχους βρακοφόρους χορευτάδες να χορεύουν και πώς θα μάθαιναν κι αυτοί με τη σειρά τους, τους χορούς των πατεράδων και των παππούδων τους;
Ο κίνδυνος να χαθούν για πάντα όλα αυτά που μας έδεναν με τις ρίζες μας, την ιστορία και το παρελθόν μας, ήταν πια ορατός... Κάποια φωτισμένα μυαλά όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ και ο Θεόδουλος Καλλίνικος γυρνούσαν τα χωριά του νησιού και κατέγραφαν νότα - νότα και λέξη- λέξη την κυπριακή λαϊκή δημοτική μουσική και τα παραδοσιακά μας τραγούδια. Με τους χορούς όμως, τι γίνεται;
Λίγα, πολύ λίγα πράγματα δυστυχώς κι αυτά πολλές φορές αρκετά μακριά από την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα του λαού μας. Φτάνει να αναφέρουμε εδώ τη θύελλα των συζητήσεων που αναπτύχθηκε μέσα από τις στήλες των εφημερίδων εκείνης της εποχής, τις κατηγορίες και τις επικρίσεις για… μπαλεττοποίηση των Κυπριακών χορών κ.α. (Ένα θέμα τεράστιο που δεν μας επιτρέπει ο λιγοστός χρόνος που έχουμε απόψε στη διάθεση μας να αναπτύξουμε).
Έχοντας υπόψιν μας όμως όλα αυτά στοιχεία, δεν πιστεύω σε καμιά περίπτωση πως είναι υπερβολή να πούμε ότι αν δεν ήταν ο Γρηγόρης Ασσιώτης και κάποιοι άλλοι τολμηροί και ανιδιοτελείς πρωτοπόροι σκαπανείς να σώσουν κυριολεκτικά στο παρά πέντε όλο αυτόν το Λαογραφικό μας πλούτο, σίγουρα σήμερα θα ήμασταν πολύ πιο φτωχοί. Έστω κι μ’ αυτά που σώθηκαν, χάριν στις ανιδιοτελείς προσπάθειες και τις προσωπικές θυσίες αυτών των ανθρώπων, είμαστε σήμερα σε θέση να ιχνηλατούμε και να σκιαγραφούμε με σιγουριά την πολιτιστική ταυτότητα και φυσιογνωμία του λαού μας.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ολοκλήρωση της έρευνας καθώς και στην έκδοση του βιβλίου μου που αναφέρετε στη ζωή και το έργο του Γρηγόρη Ασσιώτη, ιδιαίτερα όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Τάκη Φορή, αδελφότεχνο του Γρηγόρη για τη πολύτιμη βοήθεια, το πάθος και την απύθμενη αγάπη του για τον θείο και δάσκαλο του που ήταν και η αφορμή να αρχίσει και να ολοκληρωθεί η προσπάθεια αυτή.
Κλείνω με λιγοστούς ταπεινούς στίχους που έχω γράψει, αφιερωμένους στο μεγάλο δάσκαλο.
«Πατά γερά χαμαί στην γη
κτυπά το πόδιν κάτω
λεβέντικα το μέτωπο ψηλά
τον νήλιον αγροικά τον»
«Εν του παππού μου ο χορός
κληρονομιά δική μου
ρίζες βαθκιά μεσ’ την ψυσσιήν
που παν ως το παιδίν μου».
Γρηγόρη Κωνσταντίνου Ασσιώτη, σ’ ευχαριστούμε για όλα όσα έκανες για ‘μας!
Γιώργος Σοφοκλέους
Δημοσιογράφος – συγγραφέας – ερευνητής λαογραφίας
Οκτώβρης 2004
* Από την τιμητική βραδιά για τον Γρηγόρη Ασσιώτη